- βαϊλαντία
- (vaillantia). Γένος μονοετών ή πολυετών, μικρών ποωδών φυτών της οικογένειας των ρουβιδών. Είναι ιθαγενή φυτά των παραμεσογειακών περιοχών. Έχουν λεπτές ρίζες και φύλλα ωοειδή ή προμήκη που βγαίνουν σε σπονδύλους. Τα άνθη σχηματίζουν τριάδες και είναι λευκά ή κίτρινα. Το μεσαίο από τα τρία άνθη είναι διγενές ενώ τα δύο πλάγια είναι μονογενή-αρσενικά. Και τα τρία είδη του γένους συναντιούνται στην Ελλάδα. Η β. η επιτοίχια έχει πολύ μικρά κιτρινοπράσινα άνθη και συναντάται σε ξηρά, άγονα πετρώδη εδάφη σε όλη την Ελλάδα. Η β. η τραχειά έχει λευκά άνθη και συναντάται στην ηπειρωτική Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου. Η β. η στίλβουσα –με πρασινοκίτρινα, μικρά άνθη– φυτρώνει στις βραχώδεις αλπικές και υποαλπικές περιοχές των βουνών της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Πελοποννήσου και της Κρήτης.
Dictionary of Greek. 2013.